μεγαλούτσικος

μεγαλούτσικος
-η, -ο
ο κάπως ή αρκετά μεγάλος: Παντρεύτηκε μεγαλούτσικη γυναίκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαλούτσικος — η, ο κάπως ή αρκετά μεγάλος …   Dictionary of Greek

  • ευμεγέθης — ες (Α εὐμεγέθης, ες) αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωπός — (I) μεγαλωπός, όν (Μ) αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. ωπός*]. (II) μεγαλωπός, όν (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ ωπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”